Hochgeladen von Nutzer5819

Άγνωστα τα μέρη που γνωρίζουμε

Werbung
4
δοκίμιο
Συνέντευξη στον
Δημήτρη Δουλγερίδη
Κ
αι αυτή τη φορά το εγχείρημα
του Νικήτα Σινιόσογλου, διδάκτορα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, ήταν
φιλόδοξο. «Δοκιμή περιπλάνησης» γράφει ο υπότιτλος. Οχι δοκίμιο. Δοκιμή.
Μια εμπειρία περιπλάνησης στην οδό
ταχείας κυκλοφορίας που συνδέει τον
Ασπρόπυργο με την Ελευσίνα. Για τους
περισσότερους – ακόμη και τους περιπατητές πάσης φύσεως – παραμένει ένας
τόπος άγνωστος. «Η Λεωφόρος ΝΑΤΟ δεν
σηκώνει για πολύ ανθρώπους στο πετσί
της» γράφει ήδη στην αρχή ο Σινιόσογλου
παρέχοντας τα πρώτα δείγματα για το
ξεδίπλωμα παρατήρησης και δοκιμιακού
αναστοχασμού που θα διατρέξει τις επόμενες σελίδες. «Η σχόλη του πεζού τής
είναι ξένη, ούτε λόγος για πλήθος και
παρέες... Αυτός ο τόπος είναι άπλαστος,
κι ο φλανέρ απάνω του ένα ξένο σώμα».
Την ίδια στιγμή που περιηγείται στον
άγνωστο τόπο δοκιμάζει και τα όρια του
δοκιμιακού λόγου, με παρεκβάσεις για
το «δικαίωμα να είσαι αποσυνάγωγος» –
μια ποιητική έκφραση σε απόφαση του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου –, ένα σπάραγμα του Ιωνα Δραγούμη («Και το βράδυ
όλη αυτή η ελληνική φεγγοβολή είχε
σβήσει...»), τις λεωφόρους του Οσμάν
στο Παρίσι της περιόδου 1853-1870, τις
προκάτ κατασκευές και το scrap.
Συνεχίζει με ένα αδιόρατο νήμα να
κινείται στην οδό που υπέδειξε με τον
«Αλλόκοτο Ελληνισμό - δοκίμιο για την
οριακή εμπειρία των ιδεών» (Κίχλη, 2016)
και τις «Μαύρες διαθήκες - δοκίμιο για
τα όρια της ημερολογιακής γραφής» (Κίχλη, 2018). Με αφορμή το νέο βιβλίο του
απάντησε στο γραπτό ερωτηματολόγιο
του «Βιβλιοδρομίου».
Πριν ξεκινήσετε το βιβλίο είχατε υπόψη σας μια συγκεκριμένη «παράδοση»
την οποία είτε θα λαμβάνατε υπόψη
σας είτε θα αποφεύγατε (π.χ. Βάλτερ
Μπένγιαμιν);
Η Λεωφόρος ΝΑΤΟ αφορά τη συμπλοκή
του εαυτού με τον δημόσιο χώρο· πρόκειται για την καταγραφή πολύ προσωπικών
σκέψεων και συναισθημάτων καθώς ενώνονται με τις οπτικές πληροφορίες και τα
ερεθίσματα ενός βίαια ρευστού δημόσιου
χώρου. Η flânerie και η ψυχογεωγραφία
έχουν σημαντική παράδοση στη γερμανόφωνη και γαλλόφωνη λογοτεχνία,
αλλά είναι είδος σχεδόν άγνωστο στην
Ελλάδα. Το έργο του Walter Benjamin
είναι ένα διαρκές σημείο αναφοράς για
μένα, κι ακόμη περισσότερο εκείνο των
(επίσης Γερμανοεβραίων) Franz Hessel
και Siegfried Kracauer. Ωστόσο, η περιπλάνησή μου στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ διαφοροποιείται κατά τουλάχιστον δύο τρόπους
από τις δικές τους: Πρώτον, λαμβάνει
χώρα σε μια πολεοδομική μεθόριο, ενώ
κατά κανόνα η αστική περιπλάνηση αφορά το εμπορικό και αστικό κέντρο – την
καρδιά – μιας μεγαλούπολης. Επειτα,
από τη Λεωφόρο ΝΑΤΟ απουσιάζουν οι
άνθρωποι. Το βιβλίο περιγράφει διαδοχικές συναντήσεις με άψυχα αντικείμενα
(ρημαγμένα πεζοδρόμια, όγκους σκυροδέματος, χέρσα χωράφια) κι εκτυλίσσεται
χωρίς καμιά σχεδόν επαφή με ανθρώπους. Το πλήθος της μεγαλούπολης είναι
απόν (σημειωτέον ότι από την εποχή
του Πόε και του Μποντλέρ το πλήθος
λειτουργεί ως ο «μανδύας» του πλάνητα).
Εν τέλει, η περιπλάνησή μου πήρε τη μορ-
Βιβλιοδρομιο
Σαββατοκύριακο 25-26 Ιανουαρίου 2020
Νικήτας Σινιόσογλου
«Αγνωστα αποδεικνύονται
τα μέρη που γνωρίζουμε»
Στη «Λεωφόρο ΝΑΤΟ» ο δοκιμιογράφος αναπλάθει
το βίωμα της περιπλάνησης στην οδό ταχείας
κυκλοφορίας μέσα από παρατηρήσεις και στοχασμούς
φή μιας πρωτοπρόσωπης καταγραφής
εντυπώσεων, σκέψεων και εικόνων.
Νομίζω πως οι αποκλίσεις αυτές από
τη γερμανόφωνη κυρίως παράδοση της
flânerie (την οποία αγαπώ πολύ) δεν
ήταν συνειδητή επιλογή, μάλλον μου
επιβλήθηκαν από την ένταση του βιώματος στον συγκεκριμένο νεοελληνικό
ορίζοντα περιπλάνησης.
Σ’ αυτή τη «δοκιμή περιπλάνησης»,
όπως τη χαρακτηρίζετε, πώς θα
περιγράφατε το βλέμμα των άλλων
– κατοίκων, περαστικών, εργατών,
οδηγών – απέναντι στο δικό σας
εγχείρημα;
Νομίζω πως πέρασα ανάμεσά τους αναντίληπτος, ακόμη κι όταν ανταλλάξαμε
δυο κουβέντες (με τον φύλακα ενός
εργοστασίου, με τον υπάλληλο ενός
βενζινάδικου, και με άλλους)· κουβέντες
από τις πανομοιότυπες κι απειράριθμες εκείνες που ποτέ κανείς μας δεν
καταγράφει και ξεχνά άμα τη γενέσει
τους (για μια πάροδο πιο κάτω ή για
τον καιρό). Αλλωστε, δεν έτρεφα καμιά
προσδοκία ούτε επιθυμούσα να συναντήσω κανέναν. Δεν ζητούσα να μάθω
τίποτα, ούτε να συλλέξω πληροφορίες,
μόνον να βαδίζω. Κι όμως, αυτή η εμπειρία της αποκοπής από τους ανθρώπους
ανέδειξε πράγματα, εν προκειμένω τα
ανενεργά αρχιτεκτονικά κελύφη ολόγυρα, και τον μετεωρισμό του τόπου,
δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για
έναν διάλογο με αντικείμενα μάλλον,
παρά με τους ανθρώπους. Σε τέτοιες
περιπτώσεις προκύπτει άλλωστε ο διάλογος με το «πνεύμα του τόπου» (genius
loci) και με τον εαυτό· ένας διάλογος
που προϋποθέτει να έχεις κάπως γίνει
φάντασμα για τους άλλους, να έχεις
μηδενιστεί στα μάτια τους.
Από ποιο σημείο κι έπειτα η λεωφόρος έπαψε να είναι δημόσιος χώρος
και έγινε προσωπική εμπειρία, ένα
«πείραμα ψυχογεωγραφίας», όπως
αναφέρετε;
Μου πήρε κάποιο χρόνο, οπωσδήποτε,
για να διαπιστώσω την αντανάκλαση
του εαυτού στα πιο ευτελή σύγχρονα
ερείπια ολόγυρα, και να αντιληφθώ ότι
ο δημόσιος χώρος (ένας αποσαθρωμένος δημόσιος χώρος, θρυμματισμένος)
συνομιλούσε με βιώματα προσωπικά,
ότι το «έξω» συνομιλούσε με το «μέσα».
Αυτός είναι ο λόγος που το βιβλίο είναι
συνειδητά πιο περιγραφικό στην αρχή
και γίνεται περισσότερο εσωστρεφές
όσο βαθαίνει η περιπλάνηση. Το παράξενο είναι πως η προσωπική εμπειρία
του δημόσιου χώρου έμοιαζε να με πετά
έξω από οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο.
Μια πολύ αρχαία ελευθερία δινόταν
απλόχερα με την πιο στοιχειώδη κίνηση:
το βάδισμα. Ο πλάνης είναι κάτι πέρα
από τον πολίτη, και διαρκώς γίνεται
κάτι πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό.
Νικήτας Σινιόσογλου
Λεωφόρος
ΝΑΤΟ - Δοκιμή
περιπλάνησης
Εκδ. Κίχλη, σελ. 130
Τιμή 12 ευρώ
Υποψιαζόμαστε ότι για τους περισσότερους αναγνώστες η Λεωφόρος
ΝΑΤΟ είναι μια terra incognita
έξω από την Αθήνα. Ποιo μέρος
εντός της πόλης, στο οποίο έχετε
βρεθεί, θα ορίζατε επίσης ως terra
incognita;
Πιο άγνωστα και ξένα αποδεικνύονται
τα μέρη που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε.
Ποιος μπορεί να πει ότι «γνωρίζει» τα
Εξάρχεια ή το Μεταξουργείο; Πρόσωπα, αντικείμενα και κείμενα ολοένα
αλλάζουν νόημα και μήνυμα, αρκεί να
έχουμε την ικανότητα να καταλάβουμε
δοκίμιο
5
Νεκροταφείο λυόμενων
οικίσκων και τροχόσπιτων.
Από τις φωτογραφίες
που τράβηξε ο Νικήτας
Σινιόσογλου
και περιέχονται
στην έκδοση
«Στέκω στον ρηχό χείμαρρο, έτοιμος να παραδώσω τα όπλα»
θα έγραφα για την παραβατικότητα, ούτε
για τα προβλήματα της περιοχής, διότι
σκοπός μου δεν ήταν η καταγραφή, παρά
η εμβάθυνση στη στιγμιαία συνάντηση
του εαυτού με τα πιο ευτελή αντικείμενα,
τα οποία κανείς αντιπαρέρχεται συνήθως
και παραβλέπει. Δεν ξέρω γιατί το πείραμα αυτό ψυχογεωγραφίας έλαβε χώρα
εκεί, και τότε. Μόνον ότι αμέσως με απασχόλησε ο ρευστός (και απρόβλεπτος)
αντίκτυπος του δημόσιου χώρου στην
ψυχή του πλάνητα σε ορισμένο χρόνο
μάλλον, παρά η απόπειρα κατανόησης
μιας κοινωνικής κατάστασης. Κατά τα λοιπά, περιπλάνηση (οποιουδήποτε είδους!)
με στερεότυπα δεν γίνεται. Εξαίφνης όλα
ανατρέπονται, πάντα.
πως καθετί και καθένας από μας είναι κι
ένα καλειδοσκόπιο. Τίποτα δεν κλείνει
ποτέ αληθινά, παρά μόνον φαινομενικά.
Πάντως, τα μέρη όπου αγαπώ περισσότερο να περιπλανιέμαι βρίσκονται πολύ
πέρα από το κέντρο της Αθήνας· θα τα
έλεγα μεθοριακά ή μεταιχμιακά – είναι τα
λεγόμενα προάστια, ιδίως από τη Βάρη ως
το Σούνιο, οπωσδήποτε το Λαύριο, αλλά
και γειτονιές όπως η Καλλιθέα. Μεγάλη
ένταση συνάντησα επίσης σε σημεία
όπου το άστυ αγγίζει βουνά, ας πούμε το
όρος Αιγάλεω ή την Πάρνηθα, γενικώς
στις ακρώρειες.
Ξεκινήσατε αυτή τη διαδρομή με
ορισμένα στερεότυπα για τους ανθρώπους που ζουν ή επιβιώνουν σ’ αυτόν
τον τόπο; Επιβεβαιώθηκαν ή ανατράπηκαν;
Η περιπλάνηση και το βιβλίο προέκυψαν κατά τύχη κι αναπτύχθηκαν εκτός
οποιουδήποτε σχεδίου. Δεν γνώριζα
σχεδόν τίποτα για τη Λεωφόρο ΝΑΤΟ.
Μα και να γνώριζα, πάλι δεν θα έγραφα
για ό,τι θα ενδιέφερε πιθανότατα έναν
δημοσιογράφο, έναν κοινωνιολόγο ή
έναν ντοκουμενταρίστα. Ας πούμε, δεν
Νικήτας
Σινιόσογλου
Εντοπίζετε την ομορφιά μέσα στην
ασχήμια της λεωφόρου «από σκυρόδεμα, χαλασμένη γη, μπάζα ακαταμέτρητα κι άσφαλτο»;
Δεν βλέπω καμιά ομορφιά στην ασχήμια των νεοελληνικών πόλεων. Και δεν
συντάσσομαι με όσους ελαφρά τη καρδία κηρύσσουν ότι «παντού υπάρχει
ομορφιά», ιδίως όταν το κάνουν εκ του
ασφαλούς: η ασχήμια γίνεται κάποτε η
ένεση αδρεναλίνης όσων βαρέθηκαν την
κανονικότητα και ζητούν – για λίγο – μια
εξωτική εμπειρία. Πραγματικά δύσκολο
είναι κάτι άλλο: η κατάφαση της ασχήμιας
και ο εναγκαλισμός της, το να αποδεχθείς
την αποσυναρμολόγηση των πραγμάτων
(γιατί αυτό δηλώνει η λέξη «ασχήμια»,
την απουσία σχήματος) ως τον αναπόφευκτο όρο της νεοελληνικής συνθήκης
και να δεις το είδωλό σου να διαθλάται
μες στα θραύσματα δίχως καμιά οδό διαφυγής. Οι αλλοτινές βεβαιότητες είναι
πια ένας ερειπιώνας, όπου καλούμαστε
να περιπλανηθούμε δίχως νοσταλγία ή
προσδοκία. Παρά τη δυσκολία του εγχειρήματος, μπορεί κανείς να προσδοκά μια
ειλικρινέστερη επιστροφή εις εαυτόν, εάν
αποτολμήσει την αποκοπή του, και το
αντάλλαγμα ίσως να είναι περισσότερη
ελευθερία προσωπική.
Την τελευταία δεκαετία για μια ορισμένη μερίδα ξένων αναλυτών η
Ελλάδα υπήρξε ένας τόπος σύγχρονων ερειπίων – εξαιτίας της κρίσης
– όπου αναβίωνε το «πείραμα της
δημοκρατίας». Πού διαφέρει η δική
σας περιπλάνηση από αυτή την προσέγγιση;
Η περιπλάνηση εν μέσω σύγχρονων
ερειπίων δεν είναι μόνον πολιτική, αλλά
πρωτίστως ψυχική εμπειρία. Τα σύγχρονα ερείπια δηλώνουν συγχρόνως
τη μεγαλύτερη ελευθερία του ατόμου
(ελευθερία από κάθε κυρίαρχο αφήγημα
«εθνικού» τύπου) και συνάμα την αυξανόμενη μόνωσή του – έναν μετεωρισμό
ανάμεσα στην ελευθερία και τη μοναξιά.
Η εμπειρία αυτή είναι νεοελληνική μόνον
συμπτωματικά – νομίζω πως έχει μια
οικουμενική διάσταση, γιατί είναι κατεξοχήν νεωτερική. Η αστική περιπλάνηση
φανερώνει τότε μιαν Ελλάδα δίχως ενιαία
παράδοση, έναν τόπο θρυμματισμένων
παραδόσεων, ένα συνονθύλευμα από
σύγχρονα θραύσματα κάθε λογής (ιδεών
και πολεοδομικών όγκων), τα οποία κάποτε δεν σχετίζονται διόλου με τα αρχαία
ερείπια, παρά μόνον ως ζωντανή παρωδία (για παράδειγμα, θα έχετε δει κάτι
γύψινα αγαλματίδια λεόντων, κύκνων
και Ποσειδώνων που τοποθετούνται σε
αυλές και εξώθυρες). Οπωσδήποτε, κι
η αρχαιότητα φτάνει ως εμάς με μορφή
θραυσματική, ωστόσο αυτή κατάφερε
να εισέλθει σε μια σφαίρα ανιστορική
κι εγκυκλοπαιδική, και γι’ αυτό πιο
αναιμική, ενώ τα σύγχρονα τρίμματα
είναι ζωντανά, μας ζητούν εδώ και τώρα
μιαν αγάπη που δεν αξίζουν, κι ούτε
δικαιολογούν. Δεν γνωρίζω αν τελικά
και ο κοινοβουλευτισμός ακόμη – και η
φιλελεύθερη δημοκρατία – συνιστούν πια
έναν σύγχρονο ερειπιώνα στην Ελλάδα·
αν η ελληνική αστική τάξη του δεκάτου
ενάτου αιώνα διαλύθηκε στον γνόφο της
ιστορίας τόσο εύκολα, όσο αφανίστηκαν
ή ερήμωσαν τα νεοκλασικά στον πολεοδομικό αχταρμά των ελληνικών πόλεων.
Ωστόσο, είναι παράξενη σύμπτωση η
ταχύτατη αποσάθρωση σημείων αναφοράς και σύγχρονων πόλεων, την οποία
διαπιστώνουμε αρκετοί πλάνητες των
οδών και των ιδεών σε αυτή τη χώρα.
Αραγε, ο πολλαπλασιασμός των θραυσμάτων σημαίνει πως κάτι πεθαίνει, ή
πως κάτι γεννιέται;
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο μεγαλύτερος «κίνδυνος» για τη συγγραφή
αυτής της «δοκιμής περιπλάνησης»;
Πού εκδηλώθηκε περισσότερο το δικό σας άγχος γραφής;
Το κείμενο δεν προοριζόταν για δημοσίευση, τουλάχιστον στην αρχική του
μορφή. Ακόμη και οι φωτογραφίες που
το συνοδεύουν είχαν τον ρόλο φωτογραφικών σημειώσεων για δική μου χρήση, ήταν τεκμήρια για το ποια εικόνα
γέννησε ποιον συνειρμό, ένα πείραμα.
Γράφτηκε λοιπόν χωρίς κανένα άγχος.
Κίνδυνο ένιωσα μετά, όταν αντιλήφθηκα
πως το κείμενο είναι υβριδικό και ζητεί
να ζήσει σε μια μεθόριο δοκιμιακού,
ημερολογιακού και λογοτεχνικού λόγου.
Αλλά αυτός είναι όμορφος κίνδυνος!
Αν κλείσετε για μια στιγμή τα μάτια,
ποια είναι η πρώτη εικόνα από τη Λεωφόρο ΝΑΤΟ που συμπυκνώνει πλέον για εσάς τη διαδρομή σας;
Η εικόνα ενός αυτοσχέδιου «ανθρώπου
της Μισελέν» που είχε φιλοτεχνήσει
κάποιος ιδιοκτήτης βουλκανιζατέρ: αναρωτήθηκα μπρος του εάν η αυθαίρετη
μίμηση ενός αντικειμένου ενδέχεται να
είναι αυθεντικότερη από τις χιλιάδες
«γνήσιες», αλλά πανομοιότυπες εκδοχές του ίδιου πράγματος. Επισκέφθηκα
το ίδιο σημείο πριν κάποιους μήνες,
και βρήκα το αντίγραφο σπασμένο. Η
μορφή τούτη δεν υπήρξε λοιπόν παρά
ένα αλλόκοτο βραχύβιο δημιούργημα
που απέτυχε να επιβιώσει – το φωτογράφισα όπως βρισκόταν πια πεσμένο
στο κράσπεδο, κι η εικόνα αυτή μπήκε
στον κολοφώνα του βιβλίου.
Herunterladen